χάιδεμα — χάιδεμα, το και χάδεμα, το, ατος 1. θωπεία, χάδι. 2. καλόπιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έφαψη — η (Α ἔφαψη) [εφάπτομαι] νεοελλ. βιολ. η «ηλεκτρική» σύναψη κατά την οποία το προσυναπτικό δυναμικό δράσης μεταβιβάζεται στη μετασυναπτική μεμβράνη χωρίς παρεμβολή χημικού νευροδιαβιβαστή όπως γίνεται στις γνήσιες συνάψεις αρχ. 1. άγγιγμα, επαφή,… … Dictionary of Greek
θωπεία — ἡ (Α θωπεία) [θωπεύω] 1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες») … Dictionary of Greek
θώπευμα — το (Α θώπευμα) [θωπεύω] 1. κολακευτικός λόγος, κολακεία, εκδήλωση εύνοιας ή τρυφερότητας, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα … Dictionary of Greek
κανάκεμα — το (Μ κανάκεμα) [κανακεύω] περιποίηση, θωπεία, χάιδεμα … Dictionary of Greek
ντάντεμα — το 1. περιποίηση βρέφους 2. χάιδεμα … Dictionary of Greek
χάδεμα — το, Ν βλ. χάιδεμα … Dictionary of Greek
χάδι — το / χάδιν, ΝΜ, και χάιδι και ποιητ. τ. χάιδιο Ν 1. ελαφρό άγγιγμα με το χέρι, ως εκδήλωση αγάπης, στοργής, τρυφερότητας, χάιδεμα, θωπεία 2. τρυφερή περιποίηση, κολακευτικό καλόπιασμα («τού έκανε πολλά χάδια και τόν κατάφερε») 3. νάζι, ακκισμός.… … Dictionary of Greek
χαϊδολόγημα — το, Ν [χαϊδολογώ] χάιδεμα … Dictionary of Greek
ψηλάφημα — το, ΝΑ [ψηλαφώ] 1. η ψηλάφηση 2. θωπεία, χάιδεμα … Dictionary of Greek