χάιδεμα

χάιδεμα
και χάδεμα, το, Ν [χαϊδεύω]
1. το να χαϊδεύει κάποιος κάποιον ή κάτι, η κίνηση τής θωπείας
2. το αποτέλεσμα τού χαϊδεύω, χάδι, θωπεία
3. μτφ. στοργική ή κολακευτική συμπεριφορά σε κάποιον
4. στον πληθ. τα χαϊδέματα
νάζια, καμώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χάιδεμα — χάιδεμα, το και χάδεμα, το, ατος 1. θωπεία, χάδι. 2. καλόπιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έφαψη — η (Α ἔφαψη) [εφάπτομαι] νεοελλ. βιολ. η «ηλεκτρική» σύναψη κατά την οποία το προσυναπτικό δυναμικό δράσης μεταβιβάζεται στη μετασυναπτική μεμβράνη χωρίς παρεμβολή χημικού νευροδιαβιβαστή όπως γίνεται στις γνήσιες συνάψεις αρχ. 1. άγγιγμα, επαφή,… …   Dictionary of Greek

  • θωπεία — ἡ (Α θωπεία) [θωπεύω] 1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες») …   Dictionary of Greek

  • θώπευμα — το (Α θώπευμα) [θωπεύω] 1. κολακευτικός λόγος, κολακεία, εκδήλωση εύνοιας ή τρυφερότητας, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα …   Dictionary of Greek

  • κανάκεμα — το (Μ κανάκεμα) [κανακεύω] περιποίηση, θωπεία, χάιδεμα …   Dictionary of Greek

  • ντάντεμα — το 1. περιποίηση βρέφους 2. χάιδεμα …   Dictionary of Greek

  • χάδεμα — το, Ν βλ. χάιδεμα …   Dictionary of Greek

  • χάδι — το / χάδιν, ΝΜ, και χάιδι και ποιητ. τ. χάιδιο Ν 1. ελαφρό άγγιγμα με το χέρι, ως εκδήλωση αγάπης, στοργής, τρυφερότητας, χάιδεμα, θωπεία 2. τρυφερή περιποίηση, κολακευτικό καλόπιασμα («τού έκανε πολλά χάδια και τόν κατάφερε») 3. νάζι, ακκισμός.… …   Dictionary of Greek

  • χαϊδολόγημα — το, Ν [χαϊδολογώ] χάιδεμα …   Dictionary of Greek

  • ψηλάφημα — το, ΝΑ [ψηλαφώ] 1. η ψηλάφηση 2. θωπεία, χάιδεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”